- φορμόλη
- φορμόλη, η και φορμαλίνη, η(χημ.), διάλυμα φορμαλδεΰδης σε νερό, που έχει μεγάλη αντισηπτική δύναμη και καταστρέφει τα μικρόβια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φορμόλη — η, Ν χημ. εμπορική ονομασία τής χημικής ένωσης φορμαλδεΰδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. formol, εμπορική ονομασία] … Dictionary of Greek
εμπυροφόρμιο — το ονομασία φαρμακευτικού σκευάσματος από πίσσα και φορμόλη, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν για διάφορες δερματικές παθήσεις … Dictionary of Greek
φορμαλίνη — η, Ν χημ. εμπορική ονομασία υδατικού διαλύματος τής φορμαλδεΰδης που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, τη βυρσοδεψία κ.α., αλλ. φορμόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. formalin, εμπορική ονομασία] … Dictionary of Greek
φορμαλδεΰδη — η (χημ.), υγρό με πολύ μεγάλη αντισηπτική δύναμη, που όταν διαλύεται στο νερό δίνει τη φορμόλη (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)